τσιμεντοκάμινο

τσιμεντοκάμινο
το, και τσιμεντοκάμινος, η, Ν
τεχνολ. ειδική εγκατάσταση σωληνοειδούς μορφής, μήκους έως και 200 μέτρα και διαμέτρου έως 7 μέτρα, μέσα στην οποία υφίσταται φρύξη το τσιμέντο κατά την τρίτη φάση τής κατεργασίας του.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”